ἀχιβάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀχιβάδα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.çiˈva.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐χι‐βά‐δα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀχιβάδα θηλυκό
- (μαλάκιο) αχιβάδα
- ※ Came nigra, κόγχος μελαινίς apud Athenaeum, est Venetis Cappa peuerata, vel peuecrazza: Vulgo Grecorum ἀχιβάδα μαυρή, i. chame nigra. (Supplementum linguae latinae, seu Dictionarium abstrusorum vocabulorum, a Rob. Constantino collectum, Lugduni, Apud Gulielmum Rouillum, 1573 [2])
- ※ Ἀχιβάδα. Murex. Murice. Κογχύλης, ης, Κόγχη, ης, Κογχύλιον, ου., (Θησαυρός της εγκυκλοπαιδικής βάσεως τετράγλωσσος Γερασίμου Βλάχου του Κρητός, Βενετία, 1659, σελ. 127 [3])
- αντικείμενο σε σχήμα αχιβάδας
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες κλίσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μαλάκια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζώα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)