ἁδρύνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἁδρύνω
- καθιστώ κάτι ώριμο, αδρό με την αρχαιοελληνική έννοια, αυξάνω κάτι, το ενδυναμώνω (π.χ. φυτό, που το τρέφω και το βοηθώ να ωριμάσει ή ενισχύω τη φωτιά)
Κλίση[επεξεργασία]
Δόκιμοι τύποι: ἁδρύνω (ενεστώτας) ἁδρύνων (μτχ ενεσ.), ίσως ἁδρύνω/ἁδρυνῶ (μέλλοντας) ἁδρῦναι (απαρέμφατο) και από τη μέση φωνή ἁδρύνομαι (ενεστώτας), ἁδρυνθῆναι (απαρέμφατο παθ. αορίστου), ἁδρυνθέντα (μετοχή παθ. αορίστου) και ίσως ἡδρυμμένα (ουδετ. μετοχής παρακειμένου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἅδρυνσις
- ἁδρυντικός εκείνος που ενισχύει