ἁλυκάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αλυκάριος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἁλυκάριος < αλυκ(ή) + -άριος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἁλυκάριος αρσενικό

  • (επάγγελμα)
    1. ο εργαζόμενος σε αλυκή
    2. ο ιδιοκτήτης η διαχειριστής αλυκής

Συγγενικά

[επεξεργασία]