ἄαπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἄαπτος < α- επιτακτικό και ἄπτομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄαπτος, ος, ον
- αυτός που δεν μπορεί να τον αγγίξει κανείς, ή να καταβληθεί, συνεπώς ο ακατάβλητος, ο ακαταμάχητος
- ὅτε κέν τοι ἀάπτους χεῖρας ἐφείω (όταν βάλω επάνω σου τα ακατανίκητα χέρια μου -Ιλιάδα, 1.567)