ἄλλοθι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άλλοθι

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄλλοθῐ < ἄλλο(ς) + -θῐ

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • ουδαμού εμφανίζεται η λέξη στην Ιλιάδα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἄλλοθῐ

  1. (τοπικό επίρρημα)
    1. σε άλλο τόπο, ιδίως σε ξένη ή αλλοδαπή χώρα
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 130
      ἡ δ' εὖ δεξαμένη φιλέει καὶ ἕκαστα μεταλλᾷ,
      καί οἱ ὀδυρομένῃ βλεφάρων ἄπο δάκρυα πίπτει,
      ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ἐπὴν πόσις ἄλλοθ' ὄληται.
    2. (με γενική)
      «ἄλλοθι γαίης»: σε ξένη γη
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 2 (β. Ἰθακησίων ἐκκλησία καὶ Τηλεμάχου ἀποδημία.), στίχ. 131
      «Ἀντίνο', οὔ πως ἔστι δόμων ἀέκουσαν ἀπῶσαι
      ἥ μ' ἔτεχ', ἥ μ' ἔθρεψε, πατὴρ δ' ἐμὸς ἄλλοθι γαίης,
      ζώει ὅ γ' ἦ τέθνηκε
      «ἄλλοθι πάτρης»: μακριά από την πατρίδα
      ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 318
      νῦν δ' ἔχεται κακότητι, ἄναξ δέ οἱ ἄλλοθι πάτρης
      ὤλετο, τὸν δὲ γυναῖκες ἀκηδέες οὐ κομέουσι.
       αντώνυμα: οἴκοι
    3. «ἄλλοθί που» ή «ἄλλοθί πη»: σε κάποιο άλλο μέρος
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀνδοκίδης, Περὶ τῶν μυστηρίων, 98
      ὁπόσοι δὲ ὅρκοι ὀμώμονται Ἀθήνησιν ἢ ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἢ ἄλλοθί που ἐναντίοι τῷ δήμῳ τῷ Ἀθηναίων, λύω καὶ ἀφίημι.
    4. «ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι»: στο ένα ή στο άλλο μέρος
      ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 3, 376b.5
      εἰ δὲ μή, ὁμοίως δειχθήσονται τὸν αὐτὸν ἔχουσαι λόγον αἱ ἄλλοθι καὶ ἄλλοθι τοῦ ἡμικυκλίου συνιστάμεναι, ὅπερ ἦν ἀδύνατον.
    5. (σπάνια, αντί του ἄλλοσε, με ρήμα κινήσεως)
      ※  5ος πκε αιώνας Ἀντιφῶν ὁ Ῥαμνούσιος, 1 (Φαρμακείας κατὰ τῆς μητρυιᾶς), 4
      πρὸς τίνας οὖν ἔλθῃ τις βοηθούς, ἢ ποῖ τὴν καταφυγὴν ποιήσεται ἄλλοθι ἢ πρὸς ὑμᾶς καὶ τὸ δίκαιον;
  2. (τροπικό επίρρημα)
    1. με άλλο τρόπο, από άλλη αιτία
      ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 16.1
      ἐπεγένετο δὲ ἄλλοις τε ἄλλοθι κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι
    2. «ἄλλοθι οὐδαμοῦ»: με κανένα άλλο τρόπο
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πρωταγόρας, 324e
      ἐν τούτῳ γὰρ αὕτη λύεται ἡ ἀπορία ἣν σὺ ἀπορεῖς ἢ ἄλλοθι οὐδαμοῦ.
  3. πάνω σε άλλο θέμα ή αντικείμενο

Απόγονοι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]