ἄρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρτι-, άρτι, αρτι-

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄρτι < θέμα *ἀρ-τ (όπως στην οικογένεια λέξεων του ἀραρίσκω)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (ταιριάζω) (δείτε και ἀρτύω, ἀρέσκω, ἀρετή, παλαιά αρμενική արդ (ard), λατινική ars)

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἄρτι (χρονικό επίρρημα)

Παράγωγα[επεξεργασία]

παράγωγα & σύνθετα

και

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]