Ἀβοῦλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀβοῦλ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἀβοῦλ αρσενικό

  • Ἀβοῦλ - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven