Ἀναγυροῦντάδε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἀναγυροῦντάδε < Ἀναγυροῦς, γεν. Ἀναγυροῦντος + -δε

Επίρρημα

[επεξεργασία]

Ἀναγυροῦντάδε (τοπικό επίρρημα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]