ἐνίκησα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἐνίκησα []

  • α΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού αορίστου του ρήματος νικάω / νικῶ
    μετοχή: νικήσας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]