ἐνταφιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

ἐνταφιάζω < ἐντάφιος < ἐν + τάφος

ἐνταφιάζω

  1. ετοιμάζω για ταφή
  2. εκτελώ νεκρική προετοιμασία