ἐξοδιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐξοδιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐξοδιάζω

Μετοχή

[επεξεργασία]

ἐξοδιασμένος, -η, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Γεωργηλάς στις Πηγές Του Αναλυτικού Λεξικού Κριαρά, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας