ἐπάμερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐπάμερος, -ος, -ον
- αιολικός & δωρικός τύπος του ἐφήμερος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, 8.95
- ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ | ἄνθρωπος.
- Εφήμεροι· τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek-language.gr
- ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ | ἄνθρωπος.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, 8.95
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- στον Πίνδαρο, και ἐφάμερος
- δωρικός τύπος : ἐφαμέριος του ἐφημέριος
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐπάμερος, ἐφήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.