ἐπίμυσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίμυσῐς αἱ ἐπιμύσεις
      γενική τῆς ἐπιμύσεως τῶν ἐπιμύσεων
      δοτική τῇ ἐπιμύσει ταῖς ἐπιμύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἐπίμυσῐν τὰς ἐπιμύσεις
     κλητική ! ἐπίμυσῐ ἐπιμύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιμύσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιμυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίμυσις (ελληνιστική κοινή) < ἐπιμύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπίμυσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]