ἐπενδύτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπενδύτης, επενδυτής, ὑπενδύτης, επενδύτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπενδύτης οἱ ἐπενδύται
      γενική τοῦ ἐπενδύτου τῶν ἐπενδυτῶν
      δοτική τῷ ἐπενδύτ τοῖς ἐπενδύταις
    αιτιατική τὸν ἐπενδύτην τοὺς ἐπενδύτᾱς
     κλητική ! ἐπενδύτ ἐπενδύται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπενδύτ
γεν-δοτ τοῖν  ἐπενδύταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπενδύτης < ἐπενδύω < ἐπί + αρχαία ελληνική ἐνδύω < ἐν + δύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐπενδύτης (δῠ) αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]