Αρχικοί χρόνοι
Φωνή Eνεργητική
Φωνή Μέση & Παθητική
Ενεστώτας
ἐπιτέμνω
ἐπιτέμνομαι
Παρατατικός
ἐπέτεμνον
ἐπετεμνόμην
Μέλλοντας
ἐπιτεμῶ
ἐπιτεμοῦμαι & ἐπιτμηθήσομαι
Αόριστος
ἐπέτεμον & ἐπέταμον
ἐπετεμόμην & ἐπετμήθην
Παρακείμενος
ἐπιτέτμηκα
ἐπιτέτμημαι
Υπερσυντέλικος
ἐπετετμήκειν
ἐπετετμήμην
Συντελ.Μέλλ.
ἐπιτετμηκώς ἔσομαι
ἐπιτετμήσομαι
ἐπιτέμνω < ἐπι- + τέμνω
ἐπιτέμνω (και ιωνικός τύπος ἐπιτάμνω )
κόβω
χαράζω
τραυματίζω
συντομεύω
αναφέρω περιληπτικά
ἐπιτέμνω - ἐπιτέμνομαι
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπέτεμνον
-
-
-
σύ
ἐπέτεμνες
-
-
-
οὖτος
ἐπέτεμνε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπετέμνομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπετέμνετε
-
-
-
οὗτοι
ἐπέτεμνον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπιτεμῶ
-
ἐπιτεμοῖμι / ἐπιτεμοίην
-
σύ
ἐπιτεμεῖς
-
ἐπιτεμοῖς / ἐπιτεμοίης
-
οὖτος
ἐπιτεμεῖ
-
ἐπιτεμοῖ / ἐπιτεμοίη
-
ἡμεῖς
ἐπιτεμοῦμεν
-
ἐπιτεμοῖμεν
-
ὑμεῖς
ἐπιτεμεῖτε
-
ἐπιτεμοῖτε
-
οὗτοι
ἐπιτεμοῦσι(ν)
-
ἐπιτεμοῖεν
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτεμεῖν
ἐπιτεμῶν
ἐπιτεμοῦσα
ἐπιτεμοῦν
Ενεργητικός Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπέτεμον
ἐπιτέμω
ἐπιτέμοιμι
-
σύ
ἐπέτεμες
ἐπιτέμῃς
ἐπιτέμοις
ἐπίτεμε
οὖτος
ἐπέτεμε
ἐπιτέμῃ
ἐπιτέμοι
ἐπιτεμέτω
ἡμεῖς
ἐπετέμομεν
ἐπιτέμωμεν
ἐπιτέμοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐπετέμετε
ἐπιτέμητε
ἐπιτέμοιτε
ἐπιτέμετε
οὗτοι
ἐπέτεμον
ἐπιτέμωσι(ν)
ἐπιτέμοιεν
ἐπιτεμόντων / ἐπιτεμέτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτεμεῖν
ἐπιτεμών
ἐπιτεμοῦσα
ἐπιτεμόν
Ενεργητικός Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπέταμον
ἐπιτάμω
ἐπιτάμοιμι
-
σύ
ἐπέταμες
ἐπιτάμῃς
ἐπιτάμοις
ἐπίταμε
οὖτος
ἐπέταμε
ἐπιτάμῃ
ἐπιτάμοι
ἐπιταμέτω
ἡμεῖς
ἐπετάμομεν
ἐπιτάμωμεν
ἐπιτάμοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐπετάμετε
ἐπιτάμητε
ἐπιτάμοιτε
ἐπιτάμετε
οὗτοι
ἐπέταμον
ἐπιτάμωσι(ν)
ἐπιτάμοιεν
ἐπιταμόντων / ἐπιταμέτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιταμεῖν
ἐπιταμών
ἐπιταμοῦσα
ἐπιταμόν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπιτέτμηκα
ἐπιτετμήκω / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός ὦ
ἐπιτετμήκοιμι / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός εἴην
-
σύ
ἐπιτέτμηκας
ἐπιτετμήκῃς / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός ᾖς
ἐπιτετμήκοις / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός εἴης
ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός ἴσθι
οὗτος
ἐπιτέτμηκε
ἐπιτετμήκῃ / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός ᾖ
ἐπιτετμήκοι / ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός εἴη
ἐπιτετμηκώς , ἐπιτετμηκυῖα , ἐπιτετμηκός ἔστω
ἡμεῖς
ἐπιτετμήκαμεν
ἐπιτετμήκωμεν / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα ὦμεν
ἐπιτετμήκοιμεν / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
ἐπιτετμήκατε
ἐπιτετμήκητε / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα ἦτε
ἐπιτετμήκοιτε / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα εἴητε/εἶτε
ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα ἔστε
οὗτοι
ἐπιτετμήκασι(ν)
ἐπιτετμήκωσι(ν) / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα ὦσι(ν)
ἐπιτετμήκοιεν / ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα εἴησαν/εἶεν
ἐπιτετμηκότες , ἐπιτετμηκυῖαι , ἐπιτετμηκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτετμηκέναι
ἐπιτετμηκώς
ἐπιτετμηκυῖα
ἐπιτετμηκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπετετμήκειν
-
-
-
σύ
ἐπετετμήκεις
-
-
-
οὖτος
ἐπετετμήκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπετετμήκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπετετμήκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐπετετμήκεσαν
-
-
-
Μέσος / Παθητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπετεμνόμην
-
-
-
σύ
ἐπετέμνου
-
-
-
οὗτος
ἐπετέμνετο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπετεμνόμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπετέμνεσθε
-
-
-
οὗτοι
ἐπετέμνοντο
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπιτεμοῦμαι
-
ἐπιτεμοίμην
-
σύ
ἐπιτεμεῖ
-
ἐπιτεμοῖο
-
οὖτος
ἐπιτεμεῖται
-
ἐπιτεμοῖτο
-
ἡμεῖς
ἐπιτεμούμεθα
-
ἐπιτεμοίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐπιτεμεῖσθε
-
ἐπιτεμοῖσθε
-
οὗτοι
ἐπιτεμοῦνται
-
ἐπιτεμοῖντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτεμεῖσθαι
ἐπιτεμούμενος
ἐπιτεμουμένη
ἐπιτεμούμενον
Παθητικός Μέλλοντας α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπιτμηθήσομαι
-
ἐπιτμηθησοίμην
-
σύ
ἐπιτμηθήσῃ / ἐπιτμηθήσει
-
ἐπιτμηθήσοιο
-
οὖτος
ἐπιτμηθήσεται
-
ἐπιτμηθήσοιτο
-
ἡμεῖς
ἐπιτμηθησόμεθα
-
ἐπιτμηθησοίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐπιτμηθήσεσθε
-
ἐπιτμηθήσοισθε
-
οὗτοι
ἐπιτμηθήσονται
-
ἐπιτμηθήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτμηθήσεσθαι
ἐπιτμηθησόμενος
ἐπιτμηθησομένη
ἐπιτμηθησόμενον
Μέσος Αόριστος β'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπετεμόμην
ἐπιτέμωμαι
ἐπιτεμοίμην
-
σύ
ἐπετέμου
ἐπιτέμῃ
ἐπιτέμοιο
ἐπιτεμοῦ
οὖτος
ἐπετέμετο
ἐπιτέμηται
ἐπιτέμοιτο
ἐπιτεμέσθω
ἡμεῖς
ἐπετεμόμεθα
ἐπιτεμώμεθα
ἐπιτεμοίμεθα
-
ὑμεῖς
ἐπετέμεσθε
ἐπιτέμησθε
ἐπιτέμοισθε
ἐπιτέμεσθε
οὗτοι
ἐπετέμοντο
ἐπιτέμωνται
ἐπιτέμοιντο
ἐπιτεμέσθων / ἐπιτεμέσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτεμέσθαι
ἐπιτεμόμενος
ἐπιτεμομένη
ἐπιτεμόμενον
Παθητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπετμήθην
ἐπιτμηθῶ
ἐπιτμηθείην
-
σύ
ἐπετμήθης
ἐπιτμηθῇς
ἐπιτμηθείης
ἐπιτμήθητι
οὖτος
ἐπετμήθη
ἐπιτμηθῇ
ἐπιτμηθείη
ἐπιτμηθήτω
ἡμεῖς
ἐπετμήθημεν
ἐπιτμηθῶμεν
ἐπιτμηθείημεν / ἐπιτμηθεῖμεν
-
ὑμεῖς
ἐπετμήθητε
ἐπιτμηθῆτε
ἐπιτμηθείητε / ἐπιτμηθεῖτε
ἐπιτμήθητε
οὗτοι
ἐπετμήθησαν
ἐπιτμηθῶσι(ν)
ἐπιτμηθείησαν / ἐπιτμηθεῖεν
ἐπιτμηθέντων / ἐπιτμηθήτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτμηθῆναι
ἐπιτμηθείς
ἐπιτμηθεῖσα
ἐπιτμηθέν
Μέσος / Παθητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπιτέτμημαι
ἐπιτετμημένος ὦ
ἐπιτετμημένος εἴην
-
σύ
ἐπιτέτμησαι
ἐπιτετμημένος ᾖς
ἐπιτετμημένος εἴης
ἐπιτέτμησο
οὖτος
ἐπιτέτμηται
ἐπιτετμημένος ᾖ
ἐπιτετμημένος εἴης
ἐπιτετμήσθω
ἡμεῖς
ἐπιτετμήμεθα
ἐπιτετμημένοι ὦμεν
ἐπιτετμημένοι εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
ἐπιτέτμησθε
ἐπιτετμημένοι ἦτε
ἐπιτετμημένοι εἴητε/εἶτε
ἐπιτέτμησθε
οὗτοι
ἐπιτέτμηνται
ἐπιτετμημένοι ὦσι(ν)
ἐπιτετμημένοι εἴησαν/εἶεν
ἐπιτετμήσθων / ἐπιτετμήσθωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐπιτετμῆσθαι
ἐπιτετμημένος
ἐπιτετμημένη
ἐπιτετμημένον
Μέσος / Παθητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐπετετμήμην
-
-
-
σύ
ἐπετέτμησο
-
-
-
οὖτος
ἐπετέτμητο
-
-
-
ἡμεῖς
ἐπετετμήμεθα
-
-
-
ὑμεῖς
ἐπετέτμησθε
-
-
-
οὗτοι
ἐπετέτμηντο
-
-
-