ἐράσμιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἐράσμιος < ἔραμαι
Επίθετο
[επεξεργασία]ἐράσμιος, -ος/-η/-ία, -ον, υπερθετικός : ἐρασμιώτατος
- ευχάριστος, αξιαγάπητος, επιθυμητός, ποθητός
- (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἐράσμιον)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- ἐράσμιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐράσμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.