ἐράσμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εράσμιος

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐράσμιος < ἔραμαι

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἐράσμιος, -ος/-η/-ία, -ον, υπερθετικός: ἐρασμιώτατος

  1. ευχάριστος, αξιαγάπητος, επιθυμητός, ποθητός
  2. (το ουδέτερο ως επίρρημα) (ἐράσμιον)

Συγγενικά

[επεξεργασία]