ἑστάναι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Απαρέμφατο[επεξεργασία]
ἑστάναι
- απαρέμφατο παρακειμένου του ἵστημι, δεύτερος τύπος του ἑστηκέναι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 344 (343-344)
- γυναικί τοι | αἰσχρὸν μετ᾽ ἀνδρῶν ἑστάναι νεανιῶν.
- Όμως ντροπή ᾽ναι βέβαια μια γυναίκα | να στέκει [κουβεντιάζοντας] με νέους.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- γυναικί τοι | αἰσχρὸν μετ᾽ ἀνδρῶν ἑστάναι νεανιῶν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 344 (343-344)