ἕνωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἕνωσις < ἑνόω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἕνωσις θηλυκό

  • ένωση, συνδυασμός δύο σε ένα