ἠγαπήκειν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]- ἠγαπήκειν
- α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική ενεργητικού παρακειμένου του ρήματος ἀγαπάω και σε συνηρημένο τύπο ἀγαπῶ
- → δείτε τη λέξη ἀγαπάω