ἠδίκτον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἠδίκτον < (από το λατινικό) edictum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἠδίκτον
- ...τῶν δικαίων τε καὶ ἀδίκων ἠδίκτα οἱ Ῥωμαῖοι καλοῦσιν· εἴτε ὥς..., w:Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (σε χρήση στο παρελθόν)
- Μαρία Λεοντσίνη, “Αυτοκρατορικά ήδικτα και πατρικά δόγματα,” Ε-Ιστορικά, pp. 32-37, 22-Apr-2004 (σε χρήση στο παρόν)