ἠλέκτωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἠλέκτωρ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἠλέκτωρ αρσενικό

  1. ο ήλιος που ακτινοβολεί
  2. η φωτιά, το πυρ, ως ένα από τα τέσσερα βασικά στοιχεία