ἠοῦς τελλομένης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἠοῦς τελλομένης: ἠοῦς, γενική ενικού του ἠώς & τελλομένης, γενική ενικού θηλυκού της μετοχής τελλόμενος του τέλλω στη σημασία: ανατέλλω. Γενική ενικού • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; χαρακτηρισμός σύνταξης
Έκφραση[επεξεργασία]
ἠοῦς τελλομένης
- το πρωί
Πηγές[επεξεργασία]
- τέλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.