ἡβρυνόμην

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἡβρυνόμην < ἁβρύνομαι < ἁβρύνω

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
ἡβρυνόμην
ἡβρυνόμην, ἡβρύνου, ἡβρύνετο - ἡβρυνόμεθα, ἡβρύνεσθε, ἡβρύνοντο

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • ο ρηματικός τύπος ἡβρυνόμην αναφέρεται από τον Ξενοφώντα (Αγησίλαος 9, 2), τον Πλάτωνα (Απολογία Σωκράτους 20) κ.ά.
→ δείτε τη λέξη  ἁβρύνω