ἤγατο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ἤγατο

  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική παρατατικού του ρήματος ἄγαμαι
→ δείτε τη λέξη  ἄγαμαι