ἱκανῶς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἱκανῶς < ικνέομαι

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἱκανῶς

  1. αρκετά