Ἰλιόφι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἰλιόφι < Ἴλῐ(ον) + -όφῐ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

Ἰλιόφι αρσενικό