Ἰλιόφι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Ἰλιόφι αρσενικό
- (επικός τύπος ) γενική ενικού του Ἴλιον
Πηγές
[επεξεργασία]- Ἰλιόφι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.