Ἵππαρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἵππαρχος, Ίππαρχος, ίππαρχος, ύπαρχος, ὕπαρχος, ἱππάρχης, ἱππάρχας, ύπατος, ὕπατος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἵππαρχος οἱ Ἵππαρχοι
      γενική τοῦ Ἱππάρχου τῶν Ἱππάρχων
      δοτική τῷ Ἱππάρχ τοῖς Ἱππάρχοις
    αιτιατική τὸν Ἵππαρχον τοὺς Ἱππάρχους
     κλητική ! Ἵππαρχε Ἵππαρχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἱππάρχω
γεν-δοτ τοῖν  Ἱππάρχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἵππαρχος < ἵππαρχος < (ἵππος) ἵππ- + -αρχος (ἄρχω)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἵππαρχος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα: Ίππαρχος
  2. προσωνυμία του θεού Ποσειδώνα