ὀψικευόμενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὀψικευόμενος < από το ὀψίκιον, μονάδα που συνόδευε τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου αλλά και γενικά τιμητική συνοδεία < λατινικό obsequium (τιμητική ακολουθία, συνοδεία)

Μετοχή

[επεξεργασία]

ὀψικευόμενος

Συγγενικά

[επεξεργασία]