ὄαρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὄαρ < αθροιστικό πρόθημα ὀ- + ρίζα εἴρω ή ἀραρίσκω (συνδέω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὄαρ θηλυκό (γενική: ὄαρος & ὦρ, δοτική ὤρεσσιν)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]