ὄφελος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὀφελός

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὄφελος < ὀφέλλω ("αυξάνω, ενισχύω")

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ὄφελος ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό) (μόνο στην ονομαστική και αιτιατική ενικού)

Αναφορές

[επεξεργασία]