ὅσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὅσος < ὃς
Αντωνυμία
[επεξεργασία]ὅσος,η,ον και ποιητικός τύπος ὃσσος, ὃσση, ὃσσον, επίσης ὄζος και ὄττος
- αναφορική αντωνυμία, όσος, τόσο μεγάλος ή μικρός, όσο... (για ποσότητα, χώρο, χρόνο κ.λπ.)
- ο οποίος, για τον οποίον, από εκείνους που...,
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ὃσοι μῆνες: κάθε μήνα, μηνιαία
- ὃσαι ἡμέραι: κάθε μέρα, καθημερινά
- ὅσαι ὧραι : κάθε ώρα, ωριαία
- ὃσος δή: οσοσδήποτε
- ὃσον μόνον : μόνον έως
- ὃσον οὐ : σχεδόν
- ὃσον τάχος : όσο γρηγορότερα γίνεται
- ὅσον σθένος : με όλη τη δύναμη
- ἐφ᾽ ὅσον ἐστὶν δυνατός : για όσο μπορεί
- ἐς ὅσον δύναμίς μοι ὑπῆρχεν : για όση ώρα, όσο αντέχω
- ἐν ὅσῳ : ενώ, στο διάστημα κατά το οποίο