Ὄθρυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὄθρυν, Όθρυς
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Ὄθρυς
      γενική τῆς
τοῦ
Ὄθρυος
      δοτική τῇ
τῷ
Ὄθρυῐ̈
    αιτιατική τὴν
τὸν
Ὄθρυν
     κλητική ! Ὄθρυ
Αρσενικό ή θηλυκό.
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ὄθρυς < ὄθρυν (ὄθρυς)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ὄθρυς θηλυκό (ή και αρσενικό)