ὑπολήπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ὑπολήπτομαι < → δείτε τη λέξη υπολήπτομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]ὑπολήπτομαι
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη υπολήπτομαι
- ※ Δι’ ὅλα λοιπὸν ταῦτα τὰ σπάνια προσόντα ὁ Ὄθων τὸν ἠγάπα καὶ τὸν ὑπελήπτετο ἰδιαζόντως
- ※ Ὅλοι τὸν ἠγάπων, ὅλοι τὸν ὑπελήπτοντο· καὶ ἐὰν δὲν ἐγένετο ποτὲ βουλευτὴς ὑποθέτω ὅτι τὸ ἔπαθε διότι δὲν ἐξέθηκε ποτέ του κάλπην.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]- Κατά την αρχαία κλίση όπως: σκέπτομαι
- → δείτε τη λέξη υπολήπτομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ὑπολήπτομαι
→ δείτε τη λέξη υπολήπτομαι |