Ὑπατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Υπατία, υπατεία, ὑπατεία, ὑπατία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῠπᾰτῐᾱ-
ονομαστική Ὑπατί αἱ Ὑπατίαι
      γενική τῆς Ὑπατίᾱς τῶν Ὑπατιῶν
      δοτική τῇ Ὑπατί ταῖς Ὑπατίαις
    αιτιατική τὴν Ὑπατίᾱν τὰς Ὑπατίᾱς
     κλητική ! Ὑπατί Ὑπατίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ὑπατί
γεν-δοτ τοῖν  Ὑπατίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ὑπατία < ὑπατία < αρχαία ελληνική ὕπατος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ὑπατία θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]