ὠδίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὠδίνω < ὠδίς (γενική ὠδίν(ος) + πρόσφυμα jω)

ὠδίνω

Ρηματικοί τύποι

[επεξεργασία]
παρατατικός ὤδινον, μέλλων ὠδινῶ και ὠδινήσω, αόριστος ὤδινα ὠδίνησα
μέσος αόριστος ὠδινησάμην παθ. αόριστος ὠδινήθην