ὠκυπέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ὠκυπέτης αρσενικό και ὠκυπέτεια για θηλυκό
- που πετά, τρέχει γρήγορα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Ὠκυπέτη: μία από τις Άρπυιες