ὠορρηξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὠορρηξία < αρχαία ελληνική ᾠόν + ῥῆξις (< ῥήγνυμι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὠορρηξία θηλυκό στον ενικό (γενική: ὠορρηξίας)