ῥευματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥευματικός < ῥεῦμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥευματικός

  1. ο σχετικός με μια έκκριση
  2. σχετικός με νόσημα που έχει εκκρίσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]