バター
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- バター < (άμεσο δάνειο) αγγλική butter < γερμανική Butter < λατινική butyrum < < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός
γραφή | |
kanji | バター |
rōmaji | batā |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
バター (ja)