-άρω
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- -άρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική -ar(e) + -ω
-άρω
- επίθημα ρημάτων -άρω, πρτ.: -άριζα ή -αρα, αόρ.: -άρισα, παθ.φωνή: -άρομαι, π.αόρ.: -αρίστηκα, μτχ.π.π.: -αρισμένος
- που είναι παράγωγα ξένων λέξεων
- κοπιάρω, γουστάρω, μοστράρω, ποζάρω, ρεπάρω κ.α.
- που είναι παράγωγα ελληνικών λέξεων
- κριτικάρω, φρικάρω κ.α.
- που αποδίδουν ξένα ρήματα
- αμπαλάρω, παρλάρω, ρεφάρω, σπικάρω, φλιπάρω κ.α.