Achtel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Achtel (de) ουδέτερο

  • το ένα όγδοο
    ein Achtel - ένα όγδοο