Aufregung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Aufregung | die | Aufregungen |
γενική | der | Aufregung | der | Aufregungen |
δοτική | der | Aufregung | den | Aufregungen |
αιτιατική | die | Aufregung | die | Aufregungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Aufregung (de) θηλυκό