Auge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Auge (de) ουδέτερο

  • το μάτι
    er kann kaum die Augen aufhalten - μόλις και μετά βίας κρατά τα μάτια του ανοιχτά



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Auge < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Auge αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]