Autobahn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Autobahn | die | Autobahnen |
γενική | der | Autobahn | der | Autobahnen |
δοτική | der | Autobahn | den | Autobahnen |
αιτιατική | die | Autobahn | die | Autobahnen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Autobahn (de) θηλυκό