Belohnung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Belohnung | die | Belohnungen |
γενική | der | Belohnung | der | Belohnungen |
δοτική | der | Belohnung | den | Belohnungen |
αιτιατική | die | Belohnung | die | Belohnungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Belohnung (de) θηλυκό