Besorgnis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Besorgnis | die | Besorgnisse |
γενική | der | Besorgnis | der | Besorgnisse |
δοτική | der | Besorgnis | den | Besorgnissen |
αιτιατική | die | Besorgnis | die | Besorgnisse |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Besorgnis (de) θηλυκό