Corse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Corse (fr) θηλυκό ή αρσενικό

  1. νησί της Γαλλίας, η Κορσική
  2. (πατριδωνυμικό) ο Κορσικανός, η Κορσικανή



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Corse < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Corse αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]