DoS

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: dos, DOS, DDoS

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
DoS < Director of Studies
DoS < Denial of Service

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

DoS (en)

  1. (εκπαίδευση) (Director of Studies): διευθυντής σπουδών
  2. (πληροφορική, διαδίκτυο) Denial of Service (attack)
    ※  Οι επιθέσεις DoS και οι επιθέσεις DDoS χρησιμοποιούνται ορισμένες φορές ως αντεκδίκηση μεταξύ των παικτών του Xbox Live.[1]
     συνώνυμα: DoS attack
    υπερώνυμα: cyberattack
    υπώνυμα: DDoS

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • DoS στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]