ESD

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ESD < ElectroStatic Discharge

Συντομομορφή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ESD ESDs

ESD (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • ESD στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. (αγγλικά) ESD (electrostatic discharge). Πρόσβαση 2021-05-13.