Forderung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Forderung | die | Forderungen |
γενική | der | Forderung | der | Forderungen |
δοτική | der | Forderung | den | Forderungen |
αιτιατική | die | Forderung | die | Forderungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Forderung (de) θηλυκό